ἄφρονες

ἄφρονες
ἄφρων
senseless
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • έμφρων — ον (AM ἔμφρων, ον) φρόνιμος, γνωστικός, μυαλωμένος («οἱ ἄφρονες ἀπεδείχθησαν ἔμφρονες») αρχ. 1. μυαλωμένος, αυτός που έχει σώες και ακέραιες τις φρένες ή τις αισθήσεις του («ἕως δ ἔτ ἔμφρων εἰμί» όσο έχω τα λογικά μου, Αισχ.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • Γκρίνπις — (Greenpeace). Διεθνής μη κυβερνητική, οικολογική οργάνωση. Σύμφωνα με το καταστατικό της, η Γ. στοχεύει στις άμεσες λύσεις των μεγάλων περιβαλλοντικών προβλημάτων. Στηρίζεται τόσο στη συλλογική όσο και στην προσωπική μη βίαιη δράση. Ιδρύθηκε το… …   Dictionary of Greek

  • Ζήνων ο Κιτιεύς — (Κίτιο, Κύπρος 336; – 264 π.Χ.). Φιλόσοφος, ιδρυτής της στωικής σχολής. Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο. Διαβάζοντας όμως τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα, αποφάσισε να στραφεί στη φιλοσοφία. Ταξίδεψε τότε στην Αθήνα και έγινε μαθητής του κυνικού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”